ῥῆμα

ῥῆμα
ῥῆμα, ατος, τό (Pind.; Pla., Leg. 840c [w. μῦθο], prob. of edifying maxims; Hdt.+)
that which is said, word, saying, expression, or statement of any kind τὰ ῥήματα the words (opp. τὰ ἔργα) 2 Cl 13:3; Hs 9, 21, 2; cp. Ac 16:38. πᾶν ῥῆμα every word B 11:8. πᾶν ῥῆμα ἀργόν Mt 12:36. πᾶν ῥ. πονηρόν Hs 5, 3, 6; οὐδὲ ἓν ῥ. not even one word Mt 27:14; cp. ῥῆμα ἕν Ac 28:25.—Lk 2:17, 50; 20:26; 1 Cl 27:7 (Ps 18:3). φωνὴ ῥημάτων the sound of words, a voice whose words Hb 12:19; αἰσχρὸν ῥ. Hv 1, 1, 7. ὡσεὶ λῆρος τὰ ῥ. Lk 24:11. ἄρρητα ῥήματα (s. ἄρρητος 2) 2 Cor 12:4. ῥ. ἔκφρικτα Hv 1, 3, 3b. ῥ. ἀληθῆ m 11:3; δεινὰ ῥ. MPol 8:3. ῥ. βλάσφημα Ac 6:11. ῥῆμα, ῥήματα ἀκούειν B 16:10; Hv 1, 1, 6; 4, 1, 7; 4, 2, 6 al. τὰ προειρημένα ῥ. (s. προεῖπον 1) 2 Pt 3:2; s. Jd 17; Hm 9:4. πολὺν ἐν ῥήμασιν γενέσθαι be profuse in speech, be too talkative 1 Cl 30:5 (Job 11:3).—τὸ ῥ., τὰ ῥ. oft. takes a special significance fr. the context: prophecy, prediction Mt 26:75; Mk 9:32; 14:72; Lk 1:38; 2:29; 9:45ab; 18:34; 22:61 (v.l. λόγο); 24:8; Ac 11:16; MPol 16:2. Declaration of scripture 2 Cl 15:4 (cp. Mel., P. 11, 73 τὰ ῥ. τῆ γραφῆ).—Command(ment), order, direction Lk 5:5; esp. of God (Dt 1:26) 3:2; Hb 11:3; 1 Cl 10:1; ῥ. τῆς δυνάμεως αὐτοῦ Hb 1:3. τὸ ἰσχυρὸν ῥ. the mighty creative word Hv 1, 3, 4; cp. 3, 3, 5. διὰ ῥήματος Χριστοῦ Ro 10:17.Threat λαλεῖν ῥήματα κατά τινος make threats against someth. Ac 6:13.—τὰ ῥ. speech, sermon, proclamation πάντα τὰ ῥ. αὐτοῦ everything he had to say Lk 7:1. ἐνωτίσασθε τὰ ῥήματά μου pay attention to what I am proclaiming Ac 2:14.—10:44; J 8:20. τὰ ῥήματα αὐτῶν their preaching Ro 10:18 (Ps 18:5).—Of pronouncements of (Christian) teaching or of divine understanding πῶς τοῖς ἐμοῖς ῥήμασιν πιστεύσετε; J 5:47. Cp. 6:63; 10:21; 12:47f; 14:10; 15:7; 17:8; Ac 10:22. ῥήματα ζωῆς αἰωνίου J 6:68. τὰ ῥήματα τῆς ζωῆς ταύτης Ac 5:20. ῥήματα ἐν οἷς σωθήσῃ 11:14. ῥήματα ἀληθείας κ. σωφροσύνης 26:25. τὰ ῥ. τοῦ θεοῦ (Sextus 4, 39 ῥήματα θεοῦ; Marinus, Vi. Procli 32 θεῖα ῥ.) J 3:34; 8:47. ἐπὶ παντὶ ῥήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος θεοῦ (Dt 8:3) Mt 4:4. τὰ ῥήματα τοῦ κυρίου τὰ λεγόμενα διὰ παραβολῶν the Lord’s teachings which were expressed in the form of parables Hs 5, 4, 3. διάσταλμα ῥήματος the special meaning of the teaching B 10:11. Gener. the sing. brings together all the divine teachings as a unified whole, w. some such mng. as gospel, or confession: ἐγγύς σου τὸ ῥῆμά ἐστιν Ro 10:8a (Dt 30:14); cp. vs. 9 v.l. MSuggs, ‘The Word Is Near You’ Ro 10:6–10, JKnox Festschr. ’67, 289–312. Cp. Eph 5:26. ἐπότισεν ῥήματι he (Paul) gave (Artemilla) a drink of words to ponder AcPl Ha 4, 5. τὸ ῥῆμα τὸ εὐαγγελισθὲν εἰς ὑμᾶς 1 Pt 1:25b. W. objective gen. τὸ ῥῆμα τῆς πίστεως Ro 10:8b. W. subjective gen. ῥῆμα θεοῦ Eph 6:17; Hb 6:5. τὸ ῥ. κυρίου 1 Pt 1:25a (cp. Is 40:8).—GKittel, D. Wort Gottes im NT: Pastoralblätter für Predigt etc. 80, ’37/38, 345–55.
after the Hebrew an event that can be spoken about, thing, object, matter, event οὐκ ἀδυνατήσει παρὰ τοῦ θεοῦ πᾶν ῥῆμα nothing will be impossible with God Lk 1:37 (Gen 18:14). ἐπὶ στόματος δύο μαρτύρων σταθῇ πᾶν ῥῆμα Mt 18:16; 2 Cor 13:1 (both Dt 19:15; cp. TestAbr A 13 p. 92, 24 [Stone p. 32]). Cp. the sing. (TestAbr A 15 p. 96, 15 [Stone p. 40]; JosAs 17:1 [CBurchard, A Note on ῥῆμα in JosAs 17:1f; Lk 2:15, 17; Ac 10:3: NovT 27, ’85, 281–95]) Lk 2:15 (cp. 1 Km 4:16); Ac 10:37. Pl. Lk 1:65; 2:19, 51; Ac 5:32; 13:42.—ERepo, Der Begriff Rhema im Biblisch-griechischen (Academia Scientia Fennica) I ’52 (LXX); II ’54 (NT and early Christian lit.), but s. critique by GZuntz, L’Antiquité Classique 22, ’53, 106–12.—B. 1262. DELG s.v. εἴρω (2). M-M. EDNT. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ῥῆμα — that which is said neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρήμα — Μέρος του λόγου που στην παραδοσιακή γραμματική δηλώνει ενέργεια, πάθος ή κατάσταση. Στις γλώσσες όπου υπάρχει (σύμφωνα με τη διάκριση που έκανε ο Αριστοτέλης) καθορίζεται ως μέρος του λόγου, που έρχεται σε αντίθεση προς το όνομα και έχει… …   Dictionary of Greek

  • ρήμα — το, ατος αρχικά: ό,τι ειπώθηκε, το ειπωμένο· (γραμμ.) μέρος του λόγου που φανερώνει ότι ένα υποκείμενο ενεργεί ή πάσχει ή βρίσκεται σε κάποια κατάσταση (τρώ(γ)ω, λύνομαι, κοιμούμαι) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ῥῆμ' — ῥῆμα , ῥῆμα that which is said neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • αν — (I) ἄν (Α) (επ. αιολ. και θεσσ. κε(ν), δωρ. και βοιωτ. κα) δυνητ. μόριο που χρησιμοποιείται με ρήματα, για να δηλώσει ότι κάτι υπάρχει ή συμβαίνει υπό ορισμένες περιστάσεις ή προϋποθέσεις παρουσιάζει ποικίλη χρήση και γι αυτό δεν είναι δυνατόν να …   Dictionary of Greek

  • επίρρημα — Άκλιτο μέρος του λόγου, το οποίο τοποθετείται δίπλα σε ένα ρήμα, επίθετο, ουσιαστικό ή ένα άλλο ε. τροποποιώντας την έννοιά τους (π.χ. βαδίζω αργά, πολύ ωραίος, η κάτω συνοικία, κάπως καλύτερα). Πρόκειται για σύνθετη λέξη, από την πρόθεση επί και …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • ρηματικός — ή, ό / ῥηματικός, ή, όν, ΝΑ [ῥῆμα, ατος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ρήμα 2. αυτός που παράγεται από ρήμα («ρηματικό επίθετο») νεοελλ. (και ως διπλωματικός όρος) αυτός που διατυπώνεται προφορικά, σε αντιδιαστολή με τον γραπτό («ρηματική… …   Dictionary of Greek

  • ΠΡΟΛΟΓΟΣ —         Ο στόχος της εργασίας αυτής είναι να αποδοθούν τα κυριότερα χαρακτηριστικά της κλίσης των 4.500 βασικών ρημάτων της κοινής νεοελληνικής (χωρίς διαλεκτικά στοιχεία). Η ιδιαιτερότητα (και η χρησιμότητα) της εργασίας έγκειται, πιστεύουμε,… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • Liste griechischer Phrasen/Rho — Rho Inhaltsverzeichnis 1 Ῥαδαμάνθους ὅρκος 2 Ῥαμνούσιος εἶ …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”